Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιοχή
περίοχος
περιοψία
περιπάγνυμι
περιπαθέω
περιπαθής
περιπάθησις
περιπαιφάσσω
περιπαίω
περιπάλαξις
περιπαλάσσομαι
περιπάλλομαι
περιπαμφανάω
περιπαπταίνω
περιπάσσω
περίπαστος
περιπατέω
περιπάτησις
περιπατητής
περιπατητικός
περίπατος
View word page
περιπαλάσσομαι
to be hurled about

ShortDef

to be hurled about

Debugging

Headword:
περιπαλάσσομαι
Headword (normalized):
περιπαλάσσομαι
Headword (normalized/stripped):
περιπαλασσομαι
IDX:
68914
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68915
Key:

Data

{'content': 'to be hurled about'}