Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιοχέομαι
περιοχή
περίοχος
περιοψία
περιπάγνυμι
περιπαθέω
περιπαθής
περιπάθησις
περιπαιφάσσω
περιπαίω
περιπάλαξις
περιπαλάσσομαι
περιπάλλομαι
περιπαμφανάω
περιπαπταίνω
περιπάσσω
περίπαστος
περιπατέω
περιπάτησις
περιπατητής
περιπατητικός
View word page
περιπάλαξις
collision, combination

ShortDef

collision, combination

Debugging

Headword:
περιπάλαξις
Headword (normalized):
περιπάλαξις
Headword (normalized/stripped):
περιπαλαξις
IDX:
68913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68914
Key:

Data

{'content': 'collision, combination'}