Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιούσιος
περιοφθάλμιος
περιοχέομαι
περιοχή
περίοχος
περιοψία
περιπάγνυμι
περιπαθέω
περιπαθής
περιπάθησις
περιπαιφάσσω
περιπαίω
περιπάλαξις
περιπαλάσσομαι
περιπάλλομαι
περιπαμφανάω
περιπαπταίνω
περιπάσσω
περίπαστος
περιπατέω
περιπάτησις
View word page
περιπαιφάσσω
look wildly round

ShortDef

look wildly round

Debugging

Headword:
περιπαιφάσσω
Headword (normalized):
περιπαιφάσσω
Headword (normalized/stripped):
περιπαιφασσω
IDX:
68911
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68912
Key:

Data

{'content': 'look wildly round'}