Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιουσιασμός
περιουσιαστικός
περιούσιος
περιοφθάλμιος
περιοχέομαι
περιοχή
περίοχος
περιοψία
περιπάγνυμι
περιπαθέω
περιπαθής
περιπάθησις
περιπαιφάσσω
περιπαίω
περιπάλαξις
περιπαλάσσομαι
περιπάλλομαι
περιπαμφανάω
περιπαπταίνω
περιπάσσω
περίπαστος
View word page
περιπαθής
in violent excitement, greatly distressed
ShortDef
in violent excitement, greatly distressed
Debugging
Headword:
περιπαθής
Headword (normalized):
περιπαθής
Headword (normalized/stripped):
περιπαθης
IDX:
68909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68910
Key:
Data
{'content': 'in violent excitement, greatly distressed'}