Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνδριαντοπλαστική
ἀνδριαντοποιέω
ἀνδριαντοποιΐα
ἀνδριαντοποιός
ἀνδριαντουργία
ἀνδριάς
ἀνδρίζω
ἀνδρικός
ἀνδρίον
Ἄνδριος
ἀνδρίς
ἄνδρισμα
ἀνδριστέον
ἀνδριστέος
ἀνδριστί
ἀνδροβάμων
ἀνδροβασμός
ἀνδροβατέω
ἀνδροβάτης
ἀνδρόβιος
ἀνδροβόρος
View word page
ἀνδρίς
woman
ShortDef
woman
Debugging
Headword:
ἀνδρίς
Headword (normalized):
ἀνδρίς
Headword (normalized/stripped):
ανδρις
IDX:
6890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6891
Key:
Data
{'content': 'woman'}