Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιουσιάζω
περιουσιασμός
περιουσιαστικός
περιούσιος
περιοφθάλμιος
περιοχέομαι
περιοχή
περίοχος
περιοψία
περιπάγνυμι
περιπαθέω
περιπαθής
περιπάθησις
περιπαιφάσσω
περιπαίω
περιπάλαξις
περιπαλάσσομαι
περιπάλλομαι
περιπαμφανάω
περιπαπταίνω
περιπάσσω
View word page
περιπαθέω
to be in a state of violent emotion

ShortDef

to be in a state of violent emotion

Debugging

Headword:
περιπαθέω
Headword (normalized):
περιπαθέω
Headword (normalized/stripped):
περιπαθεω
IDX:
68908
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68909
Key:

Data

{'content': 'to be in a state of violent emotion'}