Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιουσία
περιουσιάζω
περιουσιασμός
περιουσιαστικός
περιούσιος
περιοφθάλμιος
περιοχέομαι
περιοχή
περίοχος
περιοψία
περιπάγνυμι
περιπαθέω
περιπαθής
περιπάθησις
περιπαιφάσσω
περιπαίω
περιπάλαξις
περιπαλάσσομαι
περιπάλλομαι
περιπαμφανάω
περιπαπταίνω
View word page
περιπάγνυμι
fence round

ShortDef

fence round

Debugging

Headword:
περιπάγνυμι
Headword (normalized):
περιπάγνυμι
Headword (normalized/stripped):
περιπαγνυμι
IDX:
68907
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68908
Key:

Data

{'content': 'fence round'}