Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιοσφραίνομαι
περιουργός
περιουσία
περιουσιάζω
περιουσιασμός
περιουσιαστικός
περιούσιος
περιοφθάλμιος
περιοχέομαι
περιοχή
περίοχος
περιοψία
περιπάγνυμι
περιπαθέω
περιπαθής
περιπάθησις
περιπαιφάσσω
περιπαίω
περιπάλαξις
περιπαλάσσομαι
περιπάλλομαι
View word page
περίοχος
superior

ShortDef

superior

Debugging

Headword:
περίοχος
Headword (normalized):
περίοχος
Headword (normalized/stripped):
περιοχος
IDX:
68905
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68906
Key:

Data

{'content': 'superior'}