Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιόστεος
περιοσφραίνομαι
περιουργός
περιουσία
περιουσιάζω
περιουσιασμός
περιουσιαστικός
περιούσιος
περιοφθάλμιος
περιοχέομαι
περιοχή
περίοχος
περιοψία
περιπάγνυμι
περιπαθέω
περιπαθής
περιπάθησις
περιπαιφάσσω
περιπαίω
περιπάλαξις
περιπαλάσσομαι
View word page
περιοχή
compass, extent a mass, body
ShortDef
compass, extent a mass, body
Debugging
Headword:
περιοχή
Headword (normalized):
περιοχή
Headword (normalized/stripped):
περιοχη
IDX:
68904
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68905
Key:
Data
{'content': 'compass, extent a mass, body'}