Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περίοσμος
περιόστεος
περιοσφραίνομαι
περιουργός
περιουσία
περιουσιάζω
περιουσιασμός
περιουσιαστικός
περιούσιος
περιοφθάλμιος
περιοχέομαι
περιοχή
περίοχος
περιοψία
περιπάγνυμι
περιπαθέω
περιπαθής
περιπάθησις
περιπαιφάσσω
περιπαίω
περιπάλαξις
View word page
περιοχέομαι
to be traversed in all directions
ShortDef
to be traversed in all directions
Debugging
Headword:
περιοχέομαι
Headword (normalized):
περιοχέομαι
Headword (normalized/stripped):
περιοχεομαι
IDX:
68903
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68904
Key:
Data
{'content': 'to be traversed in all directions'}