Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιορχέομαι
περίοσμος
περιόστεος
περιοσφραίνομαι
περιουργός
περιουσία
περιουσιάζω
περιουσιασμός
περιουσιαστικός
περιούσιος
περιοφθάλμιος
περιοχέομαι
περιοχή
περίοχος
περιοψία
περιπάγνυμι
περιπαθέω
περιπαθής
περιπάθησις
περιπαιφάσσω
περιπαίω
View word page
περιοφθάλμιος
round the eye

ShortDef

round the eye

Debugging

Headword:
περιοφθάλμιος
Headword (normalized):
περιοφθάλμιος
Headword (normalized/stripped):
περιοφθαλμιος
IDX:
68902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68903
Key:

Data

{'content': 'round the eye'}