Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιορύσσω
περιορχέομαι
περίοσμος
περιόστεος
περιοσφραίνομαι
περιουργός
περιουσία
περιουσιάζω
περιουσιασμός
περιουσιαστικός
περιούσιος
περιοφθάλμιος
περιοχέομαι
περιοχή
περίοχος
περιοψία
περιπάγνυμι
περιπαθέω
περιπαθής
περιπάθησις
περιπαιφάσσω
View word page
περιούσιος
having more than enough: especial, peculiar

ShortDef

having more than enough: especial, peculiar

Debugging

Headword:
περιούσιος
Headword (normalized):
περιούσιος
Headword (normalized/stripped):
περιουσιος
IDX:
68901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68902
Key:

Data

{'content': 'having more than enough: especial, peculiar'}