Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίορος
περιορύσσω
περιορχέομαι
περίοσμος
περιόστεος
περιοσφραίνομαι
περιουργός
περιουσία
περιουσιάζω
περιουσιασμός
περιουσιαστικός
περιούσιος
περιοφθάλμιος
περιοχέομαι
περιοχή
περίοχος
περιοψία
περιπάγνυμι
περιπαθέω
περιπαθής
περιπάθησις
View word page
περιουσιαστικός
full in treatment

ShortDef

full in treatment

Debugging

Headword:
περιουσιαστικός
Headword (normalized):
περιουσιαστικός
Headword (normalized/stripped):
περιουσιαστικος
IDX:
68900
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68901
Key:

Data

{'content': 'full in treatment'}