Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιορμίζω
περίορος
περιορύσσω
περιορχέομαι
περίοσμος
περιόστεος
περιοσφραίνομαι
περιουργός
περιουσία
περιουσιάζω
περιουσιασμός
περιουσιαστικός
περιούσιος
περιοφθάλμιος
περιοχέομαι
περιοχή
περίοχος
περιοψία
περιπάγνυμι
περιπαθέω
περιπαθής
View word page
περιουσιασμός
priuate possession

ShortDef

priuate possession

Debugging

Headword:
περιουσιασμός
Headword (normalized):
περιουσιασμός
Headword (normalized/stripped):
περιουσιασμος
IDX:
68899
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68900
Key:

Data

{'content': 'priuate possession'}