Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιορμέω
περιορμίζω
περίορος
περιορύσσω
περιορχέομαι
περίοσμος
περιόστεος
περιοσφραίνομαι
περιουργός
περιουσία
περιουσιάζω
περιουσιασμός
περιουσιαστικός
περιούσιος
περιοφθάλμιος
περιοχέομαι
περιοχή
περίοχος
περιοψία
περιπάγνυμι
περιπαθέω
View word page
περιουσιάζω
have more than enough

ShortDef

have more than enough

Debugging

Headword:
περιουσιάζω
Headword (normalized):
περιουσιάζω
Headword (normalized/stripped):
περιουσιαζω
IDX:
68898
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68899
Key:

Data

{'content': 'have more than enough'}