Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιόριστος
περιορμέω
περιορμίζω
περίορος
περιορύσσω
περιορχέομαι
περίοσμος
περιόστεος
περιοσφραίνομαι
περιουργός
περιουσία
περιουσιάζω
περιουσιασμός
περιουσιαστικός
περιούσιος
περιοφθάλμιος
περιοχέομαι
περιοχή
περίοχος
περιοψία
περιπάγνυμι
View word page
περιουσία
surplus, abundance, survival

ShortDef

surplus, abundance, survival

Debugging

Headword:
περιουσία
Headword (normalized):
περιουσία
Headword (normalized/stripped):
περιουσια
IDX:
68897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68898
Key:

Data

{'content': 'surplus, abundance, survival'}