Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιοριστικός
περιόριστος
περιορμέω
περιορμίζω
περίορος
περιορύσσω
περιορχέομαι
περίοσμος
περιόστεος
περιοσφραίνομαι
περιουργός
περιουσία
περιουσιάζω
περιουσιασμός
περιουσιαστικός
περιούσιος
περιοφθάλμιος
περιοχέομαι
περιοχή
περίοχος
περιοψία
View word page
περιουργός
meddlers

ShortDef

meddlers

Debugging

Headword:
περιουργός
Headword (normalized):
περιουργός
Headword (normalized/stripped):
περιουργος
IDX:
68896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68897
Key:

Data

{'content': 'meddlers'}