Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιορισμός
περιοριστικός
περιόριστος
περιορμέω
περιορμίζω
περίορος
περιορύσσω
περιορχέομαι
περίοσμος
περιόστεος
περιοσφραίνομαι
περιουργός
περιουσία
περιουσιάζω
περιουσιασμός
περιουσιαστικός
περιούσιος
περιοφθάλμιος
περιοχέομαι
περιοχή
περίοχος
View word page
περιοσφραίνομαι
sniff all round

ShortDef

sniff all round

Debugging

Headword:
περιοσφραίνομαι
Headword (normalized):
περιοσφραίνομαι
Headword (normalized/stripped):
περιοσφραινομαι
IDX:
68895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68896
Key:

Data

{'content': 'sniff all round'}