Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιόρισμα
περιορισμός
περιοριστικός
περιόριστος
περιορμέω
περιορμίζω
περίορος
περιορύσσω
περιορχέομαι
περίοσμος
περιόστεος
περιοσφραίνομαι
περιουργός
περιουσία
περιουσιάζω
περιουσιασμός
περιουσιαστικός
περιούσιος
περιοφθάλμιος
περιοχέομαι
περιοχή
View word page
περιόστεος
round the bones
ShortDef
round the bones
Debugging
Headword:
περιόστεος
Headword (normalized):
περιόστεος
Headword (normalized/stripped):
περιοστεος
IDX:
68894
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68895
Key:
Data
{'content': 'round the bones'}