Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιορίζω
περιόρισμα
περιορισμός
περιοριστικός
περιόριστος
περιορμέω
περιορμίζω
περίορος
περιορύσσω
περιορχέομαι
περίοσμος
περιόστεος
περιοσφραίνομαι
περιουργός
περιουσία
περιουσιάζω
περιουσιασμός
περιουσιαστικός
περιούσιος
περιοφθάλμιος
περιοχέομαι
View word page
περίοσμος
strong-smelling, fragrant
ShortDef
strong-smelling, fragrant
Debugging
Headword:
περίοσμος
Headword (normalized):
περίοσμος
Headword (normalized/stripped):
περιοσμος
IDX:
68893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68894
Key:
Data
{'content': 'strong-smelling, fragrant'}