Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίορθρος
περιορίζω
περιόρισμα
περιορισμός
περιοριστικός
περιόριστος
περιορμέω
περιορμίζω
περίορος
περιορύσσω
περιορχέομαι
περίοσμος
περιόστεος
περιοσφραίνομαι
περιουργός
περιουσία
περιουσιάζω
περιουσιασμός
περιουσιαστικός
περιούσιος
περιοφθάλμιος
View word page
περιορχέομαι
to dance around

ShortDef

to dance around

Debugging

Headword:
περιορχέομαι
Headword (normalized):
περιορχέομαι
Headword (normalized/stripped):
περιορχεομαι
IDX:
68892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68893
Key:

Data

{'content': 'to dance around'}