Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιοργυιόομαι
περίορθρος
περιορίζω
περιόρισμα
περιορισμός
περιοριστικός
περιόριστος
περιορμέω
περιορμίζω
περίορος
περιορύσσω
περιορχέομαι
περίοσμος
περιόστεος
περιοσφραίνομαι
περιουργός
περιουσία
περιουσιάζω
περιουσιασμός
περιουσιαστικός
περιούσιος
View word page
περιορύσσω
to dig round

ShortDef

to dig round

Debugging

Headword:
περιορύσσω
Headword (normalized):
περιορύσσω
Headword (normalized/stripped):
περιορυσσω
IDX:
68891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68892
Key:

Data

{'content': 'to dig round'}