Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιοργίζομαι
περιοργυιόομαι
περίορθρος
περιορίζω
περιόρισμα
περιορισμός
περιοριστικός
περιόριστος
περιορμέω
περιορμίζω
περίορος
περιορύσσω
περιορχέομαι
περίοσμος
περιόστεος
περιοσφραίνομαι
περιουργός
περιουσία
περιουσιάζω
περιουσιασμός
περιουσιαστικός
View word page
περίορος
marked out by boundary-stones

ShortDef

marked out by boundary-stones

Debugging

Headword:
περίορος
Headword (normalized):
περίορος
Headword (normalized/stripped):
περιορος
IDX:
68890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68891
Key:

Data

{'content': 'marked out by boundary-stones'}