Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιοργής
περιοργίζομαι
περιοργυιόομαι
περίορθρος
περιορίζω
περιόρισμα
περιορισμός
περιοριστικός
περιόριστος
περιορμέω
περιορμίζω
περίορος
περιορύσσω
περιορχέομαι
περίοσμος
περιόστεος
περιοσφραίνομαι
περιουργός
περιουσία
περιουσιάζω
περιουσιασμός
View word page
περιορμίζω
to bring round

ShortDef

to bring round

Debugging

Headword:
περιορμίζω
Headword (normalized):
περιορμίζω
Headword (normalized/stripped):
περιορμιζω
IDX:
68889
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68890
Key:

Data

{'content': 'to bring round'}