Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιοράω
περιοργής
περιοργίζομαι
περιοργυιόομαι
περίορθρος
περιορίζω
περιόρισμα
περιορισμός
περιοριστικός
περιόριστος
περιορμέω
περιορμίζω
περίορος
περιορύσσω
περιορχέομαι
περίοσμος
περιόστεος
περιοσφραίνομαι
περιουργός
περιουσία
περιουσιάζω
View word page
περιορμέω
to anchor round, to blockade

ShortDef

to anchor round, to blockade

Debugging

Headword:
περιορμέω
Headword (normalized):
περιορμέω
Headword (normalized/stripped):
περιορμεω
IDX:
68888
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68889
Key:

Data

{'content': 'to anchor round, to blockade'}