Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιορατέον
περιοράω
περιοργής
περιοργίζομαι
περιοργυιόομαι
περίορθρος
περιορίζω
περιόρισμα
περιορισμός
περιοριστικός
περιόριστος
περιορμέω
περιορμίζω
περίορος
περιορύσσω
περιορχέομαι
περίοσμος
περιόστεος
περιοσφραίνομαι
περιουργός
περιουσία
View word page
περιόριστος
bounded, determined

ShortDef

bounded, determined

Debugging

Headword:
περιόριστος
Headword (normalized):
περιόριστος
Headword (normalized/stripped):
περιοριστος
IDX:
68887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68888
Key:

Data

{'content': 'bounded, determined'}