Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίοπτος
περιορατέον
περιοράω
περιοργής
περιοργίζομαι
περιοργυιόομαι
περίορθρος
περιορίζω
περιόρισμα
περιορισμός
περιοριστικός
περιόριστος
περιορμέω
περιορμίζω
περίορος
περιορύσσω
περιορχέομαι
περίοσμος
περιόστεος
περιοσφραίνομαι
περιουργός
View word page
περιοριστικός
serving to determine

ShortDef

serving to determine

Debugging

Headword:
περιοριστικός
Headword (normalized):
περιοριστικός
Headword (normalized/stripped):
περιοριστικος
IDX:
68886
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68887
Key:

Data

{'content': 'serving to determine'}