Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιοπτέος
περίοπτος
περιορατέον
περιοράω
περιοργής
περιοργίζομαι
περιοργυιόομαι
περίορθρος
περιορίζω
περιόρισμα
περιορισμός
περιοριστικός
περιόριστος
περιορμέω
περιορμίζω
περίορος
περιορύσσω
περιορχέομαι
περίοσμος
περιόστεος
περιοσφραίνομαι
View word page
περιορισμός
a limitation
ShortDef
a limitation
Debugging
Headword:
περιορισμός
Headword (normalized):
περιορισμός
Headword (normalized/stripped):
περιορισμος
IDX:
68885
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68886
Key:
Data
{'content': 'a limitation'}