Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιοπάζω
περιοπτέος
περίοπτος
περιορατέον
περιοράω
περιοργής
περιοργίζομαι
περιοργυιόομαι
περίορθρος
περιορίζω
περιόρισμα
περιορισμός
περιοριστικός
περιόριστος
περιορμέω
περιορμίζω
περίορος
περιορύσσω
περιορχέομαι
περίοσμος
περιόστεος
View word page
περιόρισμα
anything surrounded by boundaries, enclosed place

ShortDef

anything surrounded by boundaries, enclosed place

Debugging

Headword:
περιόρισμα
Headword (normalized):
περιόρισμα
Headword (normalized/stripped):
περιορισμα
IDX:
68884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68885
Key:

Data

{'content': 'anything surrounded by boundaries, enclosed place'}