Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιονυχίζω
περιοπάζω
περιοπτέος
περίοπτος
περιορατέον
περιοράω
περιοργής
περιοργίζομαι
περιοργυιόομαι
περίορθρος
περιορίζω
περιόρισμα
περιορισμός
περιοριστικός
περιόριστος
περιορμέω
περιορμίζω
περίορος
περιορύσσω
περιορχέομαι
περίοσμος
View word page
περιορίζω
to mark by boundaries

ShortDef

to mark by boundaries

Debugging

Headword:
περιορίζω
Headword (normalized):
περιορίζω
Headword (normalized/stripped):
περιοριζω
IDX:
68883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68884
Key:

Data

{'content': 'to mark by boundaries'}