Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιομφακώδης
περιονυχίζω
περιοπάζω
περιοπτέος
περίοπτος
περιορατέον
περιοράω
περιοργής
περιοργίζομαι
περιοργυιόομαι
περίορθρος
περιορίζω
περιόρισμα
περιορισμός
περιοριστικός
περιόριστος
περιορμέω
περιορμίζω
περίορος
περιορύσσω
περιορχέομαι
View word page
περίορθρος
towards morning

ShortDef

towards morning

Debugging

Headword:
περίορθρος
Headword (normalized):
περίορθρος
Headword (normalized/stripped):
περιορθρος
IDX:
68882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68883
Key:

Data

{'content': 'towards morning'}