Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιομματοποιός
περιομφακώδης
περιονυχίζω
περιοπάζω
περιοπτέος
περίοπτος
περιορατέον
περιοράω
περιοργής
περιοργίζομαι
περιοργυιόομαι
περίορθρος
περιορίζω
περιόρισμα
περιορισμός
περιοριστικός
περιόριστος
περιορμέω
περιορμίζω
περίορος
περιορύσσω
View word page
περιοργυιόομαι
clasp in the arms

ShortDef

clasp in the arms

Debugging

Headword:
περιοργυιόομαι
Headword (normalized):
περιοργυιόομαι
Headword (normalized/stripped):
περιοργυιοομαι
IDX:
68881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68882
Key:

Data

{'content': 'clasp in the arms'}