Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιόλλυμι
περιομματοποιός
περιομφακώδης
περιονυχίζω
περιοπάζω
περιοπτέος
περίοπτος
περιορατέον
περιοράω
περιοργής
περιοργίζομαι
περιοργυιόομαι
περίορθρος
περιορίζω
περιόρισμα
περιορισμός
περιοριστικός
περιόριστος
περιορμέω
περιορμίζω
περίορος
View word page
περιοργίζομαι
to be very angry

ShortDef

to be very angry

Debugging

Headword:
περιοργίζομαι
Headword (normalized):
περιοργίζομαι
Headword (normalized/stripped):
περιοργιζομαι
IDX:
68880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68881
Key:

Data

{'content': 'to be very angry'}