Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιολκή
περιόλλυμι
περιομματοποιός
περιομφακώδης
περιονυχίζω
περιοπάζω
περιοπτέος
περίοπτος
περιορατέον
περιοράω
περιοργής
περιοργίζομαι
περιοργυιόομαι
περίορθρος
περιορίζω
περιόρισμα
περιορισμός
περιοριστικός
περιόριστος
περιορμέω
περιορμίζω
View word page
περιοργής
very angry
ShortDef
very angry
Debugging
Headword:
περιοργής
Headword (normalized):
περιοργής
Headword (normalized/stripped):
περιοργης
IDX:
68879
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68880
Key:
Data
{'content': 'very angry'}