Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνδριαντοειδής
ἀνδριαντοθήκη
ἀνδριαντοπλάστης
ἀνδριαντοπλαστική
ἀνδριαντοποιέω
ἀνδριαντοποιΐα
ἀνδριαντοποιός
ἀνδριαντουργία
ἀνδριάς
ἀνδρίζω
ἀνδρικός
ἀνδρίον
Ἄνδριος
ἀνδρίς
ἄνδρισμα
ἀνδριστέον
ἀνδριστέος
ἀνδριστί
ἀνδροβάμων
ἀνδροβασμός
ἀνδροβατέω
View word page
ἀνδρικός
of or for a man, masculine, manly

ShortDef

of or for a man, masculine, manly

Debugging

Headword:
ἀνδρικός
Headword (normalized):
ἀνδρικός
Headword (normalized/stripped):
ανδρικος
IDX:
6887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6888
Key:

Data

{'content': 'of or for a man, masculine, manly'}