Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιολίσθησις
περιολκή
περιόλλυμι
περιομματοποιός
περιομφακώδης
περιονυχίζω
περιοπάζω
περιοπτέος
περίοπτος
περιορατέον
περιοράω
περιοργής
περιοργίζομαι
περιοργυιόομαι
περίορθρος
περιορίζω
περιόρισμα
περιορισμός
περιοριστικός
περιόριστος
περιορμέω
View word page
περιοράω
to look over, overlook

ShortDef

to look over, overlook

Debugging

Headword:
περιοράω
Headword (normalized):
περιοράω
Headword (normalized/stripped):
περιοραω
IDX:
68878
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68879
Key:

Data

{'content': 'to look over, overlook'}