Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιολισθάνω
περιολίσθησις
περιολκή
περιόλλυμι
περιομματοποιός
περιομφακώδης
περιονυχίζω
περιοπάζω
περιοπτέος
περίοπτος
περιορατέον
περιοράω
περιοργής
περιοργίζομαι
περιοργυιόομαι
περίορθρος
περιορίζω
περιόρισμα
περιορισμός
περιοριστικός
περιόριστος
View word page
περιορατέον
one must overlook, suffer

ShortDef

one must overlook, suffer

Debugging

Headword:
περιορατέον
Headword (normalized):
περιορατέον
Headword (normalized/stripped):
περιορατεον
IDX:
68877
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68878
Key:

Data

{'content': 'one must overlook, suffer'}