Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιοκέλλω
περιολισθάνω
περιολίσθησις
περιολκή
περιόλλυμι
περιομματοποιός
περιομφακώδης
περιονυχίζω
περιοπάζω
περιοπτέος
περίοπτος
περιορατέον
περιοράω
περιοργής
περιοργίζομαι
περιοργυιόομαι
περίορθρος
περιορίζω
περιόρισμα
περιορισμός
περιοριστικός
View word page
περίοπτος
to be seen all round, in a commanding position

ShortDef

to be seen all round, in a commanding position

Debugging

Headword:
περίοπτος
Headword (normalized):
περίοπτος
Headword (normalized/stripped):
περιοπτος
IDX:
68876
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68877
Key:

Data

{'content': 'to be seen all round, in a commanding position'}