Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περίοιστος
περιοιχνέω
περιοίχομαι
περιοκέλλω
περιολισθάνω
περιολίσθησις
περιολκή
περιόλλυμι
περιομματοποιός
περιομφακώδης
περιονυχίζω
περιοπάζω
περιοπτέος
περίοπτος
περιορατέον
περιοράω
περιοργής
περιοργίζομαι
περιοργυιόομαι
περίορθρος
περιορίζω
View word page
περιονυχίζω
pare
ShortDef
pare
Debugging
Headword:
περιονυχίζω
Headword (normalized):
περιονυχίζω
Headword (normalized/stripped):
περιονυχιζω
IDX:
68873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68874
Key:
Data
{'content': 'pare'}