Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιοιστέος
περιοιστικός
περίοιστος
περιοιχνέω
περιοίχομαι
περιοκέλλω
περιολισθάνω
περιολίσθησις
περιολκή
περιόλλυμι
περιομματοποιός
περιομφακώδης
περιονυχίζω
περιοπάζω
περιοπτέος
περίοπτος
περιορατέον
περιοράω
περιοργής
περιοργίζομαι
περιοργυιόομαι
View word page
περιομματοποιός
providing with eyes

ShortDef

providing with eyes

Debugging

Headword:
περιομματοποιός
Headword (normalized):
περιομματοποιός
Headword (normalized/stripped):
περιομματοποιος
IDX:
68871
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68872
Key:

Data

{'content': 'providing with eyes'}