Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνδριαντογλύφος
ἀνδριαντοειδής
ἀνδριαντοθήκη
ἀνδριαντοπλάστης
ἀνδριαντοπλαστική
ἀνδριαντοποιέω
ἀνδριαντοποιΐα
ἀνδριαντοποιός
ἀνδριαντουργία
ἀνδριάς
ἀνδρίζω
ἀνδρικός
ἀνδρίον
Ἄνδριος
ἀνδρίς
ἄνδρισμα
ἀνδριστέον
ἀνδριστέος
ἀνδριστί
ἀνδροβάμων
ἀνδροβασμός
View word page
ἀνδρίζω
to make a man of
ShortDef
to make a man of
Debugging
Headword:
ἀνδρίζω
Headword (normalized):
ἀνδρίζω
Headword (normalized/stripped):
ανδριζω
IDX:
6886
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6887
Key:
Data
{'content': 'to make a man of'}