Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιοικοδομέω
περιοικοδόμημα
περιοικοδομία
περιοικονομέω
περίοικος
περιοιστέος
περιοιστικός
περίοιστος
περιοιχνέω
περιοίχομαι
περιοκέλλω
περιολισθάνω
περιολίσθησις
περιολκή
περιόλλυμι
περιομματοποιός
περιομφακώδης
περιονυχίζω
περιοπάζω
περιοπτέος
περίοπτος
View word page
περιοκέλλω
run aground

ShortDef

run aground

Debugging

Headword:
περιοκέλλω
Headword (normalized):
περιοκέλλω
Headword (normalized/stripped):
περιοκελλω
IDX:
68866
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68867
Key:

Data

{'content': 'run aground'}