Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιοίκιον
περιοικίς
περιοικοδομέω
περιοικοδόμημα
περιοικοδομία
περιοικονομέω
περίοικος
περιοιστέος
περιοιστικός
περίοιστος
περιοιχνέω
περιοίχομαι
περιοκέλλω
περιολισθάνω
περιολίσθησις
περιολκή
περιόλλυμι
περιομματοποιός
περιομφακώδης
περιονυχίζω
περιοπάζω
View word page
περιοιχνέω
run round

ShortDef

run round

Debugging

Headword:
περιοιχνέω
Headword (normalized):
περιοιχνέω
Headword (normalized/stripped):
περιοιχνεω
IDX:
68864
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68865
Key:

Data

{'content': 'run round'}