Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιοικίζω
περιοίκιον
περιοικίς
περιοικοδομέω
περιοικοδόμημα
περιοικοδομία
περιοικονομέω
περίοικος
περιοιστέος
περιοιστικός
περίοιστος
περιοιχνέω
περιοίχομαι
περιοκέλλω
περιολισθάνω
περιολίσθησις
περιολκή
περιόλλυμι
περιομματοποιός
περιομφακώδης
περιονυχίζω
View word page
περίοιστος
mobile
ShortDef
mobile
Debugging
Headword:
περίοιστος
Headword (normalized):
περίοιστος
Headword (normalized/stripped):
περιοιστος
IDX:
68863
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68864
Key:
Data
{'content': 'mobile'}