Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιοικία
περιοικίζω
περιοίκιον
περιοικίς
περιοικοδομέω
περιοικοδόμημα
περιοικοδομία
περιοικονομέω
περίοικος
περιοιστέος
περιοιστικός
περίοιστος
περιοιχνέω
περιοίχομαι
περιοκέλλω
περιολισθάνω
περιολίσθησις
περιολκή
περιόλλυμι
περιομματοποιός
περιομφακώδης
View word page
περιοιστικός
of or for carrying about

ShortDef

of or for carrying about

Debugging

Headword:
περιοιστικός
Headword (normalized):
περιοιστικός
Headword (normalized/stripped):
περιοιστικος
IDX:
68862
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68863
Key:

Data

{'content': 'of or for carrying about'}