Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιοικέω
περιοικία
περιοικίζω
περιοίκιον
περιοικίς
περιοικοδομέω
περιοικοδόμημα
περιοικοδομία
περιοικονομέω
περίοικος
περιοιστέος
περιοιστικός
περίοιστος
περιοιχνέω
περιοίχομαι
περιοκέλλω
περιολισθάνω
περιολίσθησις
περιολκή
περιόλλυμι
περιομματοποιός
View word page
περιοιστέος
to be carried about

ShortDef

to be carried about

Debugging

Headword:
περιοιστέος
Headword (normalized):
περιοιστέος
Headword (normalized/stripped):
περιοιστεος
IDX:
68861
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68862
Key:

Data

{'content': 'to be carried about'}