Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίοιδα
περιοιδέω
περιοικέω
περιοικία
περιοικίζω
περιοίκιον
περιοικίς
περιοικοδομέω
περιοικοδόμημα
περιοικοδομία
περιοικονομέω
περίοικος
περιοιστέος
περιοιστικός
περίοιστος
περιοιχνέω
περιοίχομαι
περιοκέλλω
περιολισθάνω
περιολίσθησις
περιολκή
View word page
περιοικονομέω
administer, manage

ShortDef

administer, manage

Debugging

Headword:
περιοικονομέω
Headword (normalized):
περιοικονομέω
Headword (normalized/stripped):
περιοικονομεω
IDX:
68859
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68860
Key:

Data

{'content': 'administer, manage'}