Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίοδος2
περιοδώδης
περίοιδα
περιοιδέω
περιοικέω
περιοικία
περιοικίζω
περιοίκιον
περιοικίς
περιοικοδομέω
περιοικοδόμημα
περιοικοδομία
περιοικονομέω
περίοικος
περιοιστέος
περιοιστικός
περίοιστος
περιοιχνέω
περιοίχομαι
περιοκέλλω
περιολισθάνω
View word page
περιοικοδόμημα
wall built round

ShortDef

wall built round

Debugging

Headword:
περιοικοδόμημα
Headword (normalized):
περιοικοδόμημα
Headword (normalized/stripped):
περιοικοδομημα
IDX:
68857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68858
Key:

Data

{'content': 'wall built round'}