Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίοδος
περίοδος2
περιοδώδης
περίοιδα
περιοιδέω
περιοικέω
περιοικία
περιοικίζω
περιοίκιον
περιοικίς
περιοικοδομέω
περιοικοδόμημα
περιοικοδομία
περιοικονομέω
περίοικος
περιοιστέος
περιοιστικός
περίοιστος
περιοιχνέω
περιοίχομαι
περιοκέλλω
View word page
περιοικοδομέω
to build round

ShortDef

to build round

Debugging

Headword:
περιοικοδομέω
Headword (normalized):
περιοικοδομέω
Headword (normalized/stripped):
περιοικοδομεω
IDX:
68856
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68857
Key:

Data

{'content': 'to build round'}