Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιοδονίκης
περίοδος
περίοδος2
περιοδώδης
περίοιδα
περιοιδέω
περιοικέω
περιοικία
περιοικίζω
περιοίκιον
περιοικίς
περιοικοδομέω
περιοικοδόμημα
περιοικοδομία
περιοικονομέω
περίοικος
περιοιστέος
περιοιστικός
περίοιστος
περιοιχνέω
περιοίχομαι
View word page
περιοικίς
neighboring (subst., surrounding territory of a town)
ShortDef
neighboring (subst., surrounding territory of a town)
Debugging
Headword:
περιοικίς
Headword (normalized):
περιοικίς
Headword (normalized/stripped):
περιοικις
IDX:
68855
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68856
Key:
Data
{'content': 'neighboring (subst., surrounding territory of a town)'}